Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ τοῦ Ὁμήρου

См. также в других словарях:

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • Μαίων ή Μήων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θηβαίος, γιος του Αίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συναρχηγός με τον Πολυφόντη των πενήντα Καδμείων που έστησαν ενέδρα στον Τυδέα κατά την επάνοδό του στην πατρίδα. Ο Τυδέας τους σκότωσε όλους εκτός από τον M …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • Αλόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο, θυγατέρα του Κερκύονα ή Άκτορα. Την αγάπησε ο Ποσειδών από τον οποίο απέκτησε τον Ιπποθόοντα, επώνυμο ήρωα της Ιπποθοοντίδας φυλής. Για τον έρωτά της όμως αυτόν θανατώθηκε από τον πατέρα της και μεταμορφώθηκε σε πηγή. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ζωίλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ρήτορας από την Αμφίπολη. Αντίπαλος του Ισοκράτη, έγραψε και ιστορικά βιβλία, κυρίως όμως οφείλει τη φήμη του στις επικρίσεις του εναντίον του Ομήρου (εννέα λόγοι Κατά της Ομήρου ποιήσεως), εξαιτίας των οποίων του απέδωσαν με… …   Dictionary of Greek

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»